- ασκητικός
- ascétique
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἀσκητικός — laborious masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασκητικός — ή, ό (AM ἀσκητικός, ή, όν) [ασκητής] Ι. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε ασκητή νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ασκητική ο ασκητισμός* αρχ. ο επίπονος, ο κοπιαστικός II. επίρρ. ασκητικά (AM ἀσκητικῶς) με τρόπο ασκητικό … Dictionary of Greek
ασκητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει να κάνει με τους ασκητές: Ζούσε ασκητικά, χωρίς να είναι καλόγερος. 2. το θηλ. ως ουσ., ασκητική ο ασκητισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσκητικά — ἀσκητικός laborious neut nom/voc/acc pl ἀσκητικά̱ , ἀσκητικός laborious fem nom/voc/acc dual ἀσκητικά̱ , ἀσκητικός laborious fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκητικώτερον — ἀσκητικός laborious adverbial comp ἀσκητικός laborious masc acc comp sg ἀσκητικός laborious neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκητικωτέρων — ἀσκητικός laborious fem gen comp pl ἀσκητικός laborious masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκητικῶν — ἀσκητικός laborious fem gen pl ἀσκητικός laborious masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκητικόν — ἀσκητικός laborious masc acc sg ἀσκητικός laborious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκητικώτατον — ἀσκητικός laborious masc acc superl sg ἀσκητικός laborious neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκητικαῖς — ἀσκητικός laborious fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκητικαί — ἀσκητικός laborious fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)